ὤρα

ὤρα
ὤρα (A), [dialect] Ion. [full] ὤρη, : (v. sub fin.):—
A care, concern, mostly c. gen. and usu. joined with some word expressing or implying negation, ὤρη γάρ τ' ὀλίγη πέλεται νεικέων little heed is there for strifes, Hes.Op.30;

ἀνδρὸς ἀλωμένου οὐδεμἴ ὤρη Tyrt.10.11

;

μηδεμίαν ὤρην ἔχειν ἁρπασθεισέων [γυναικῶν] Hdt.1.4

, cf. 3.155, Alciphr. 1.27;

ὤρην ἐποιήσαντο οὐδεμίαν Hdt.9.8

, cf. Herod.4.43;

ἤδη γὰρ ἔσχες ἐλπίδ' ἑς ἐμοῦ θεοὺς ὤραν τιν' ἕξειν; S.OC386

;

ἔχω δέ τοι οὐδ' ὅσον ὤραν χείματος Theoc.9.20

;

περὶ τῶν . . πλευρῶν οὐδεμίαν ὤ. ἔχεις Pl.Com.2

;

ὑπὲρ τούτων οὐδ' ὀλίγην ἔθεντο ὤ. Ael.NA1.59

;

τὰ θεῖα ἐν μηδεμιᾷ ὤ. τίθεσθαι Id.Fr.106

; without a neg., εἰ πατρὸς νέμοι τιν'

ὤραν S.Tr.57

;

εἰ δεῖ τῆς τῶν Αἰγυπτίων σοφίας . . ὤραν τίθεσθαι Ael.NA 12.7

. Poet. word, used in [dialect] Ion. and late Prose. (Hence ὀλιγ-ωρία, cf. Hes.Op.l.c.: prob. fr. Ϝώρα, 'watching', cf. βῶροι (i. e. ϝῶροι) · ὀφθαλμοί, Hsch., and ὁράω; cf. οὖρος(B).)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὥρα — ὥρᾱ , ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 3rd sg ὥρᾱ , ὥρα sura. fem nom/voc/acc dual ὥρᾱ , ὥρα sura. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤρα — ὤρᾱ , ὤρα care fem nom/voc/acc dual ὤρᾱ , ὤρα care fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὤ̱ρᾱ , ὦρος sleep neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὥρα — Ὥρᾱ , Ὥρα fem nom/voc/acc dual Ὥρᾱ , Ὥρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤρᾳ — ὤρᾱͅ , ὤρα care fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὥρᾳ — Ὥρᾱͅ , Ὥρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥρᾳ — ὥρᾱͅ , ὥρα sura. fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

  • ώρα — η 1. διάρκεια χρόνου που ισούται με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου: Κάλυψαν τηναπόσταση σε πέντε ώρες. 2. εποχή του έτους: Μας ήρθε ντυμένη καλοκαιρινά σε ώρα χειμώνα. 3. χρόνος, καιρός, κατάλληλη στιγμή: Ήρθες απάνω στην ώρα. 4. η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὦρα — Ὦρον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦρα — ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἆρα , ἆρα anxiety indeclform (interrog) ἆ̱ρα , αἴρω attach aor ind act 1st sg (doric aeolic) ὄρα , ὄρον implement… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὧρα — ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”